- Ἑρμογένη
- Ἑρμογένηςmasc nom/voc/acc dual (doric aeolic)Ἑρμογένηςmasc acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερμογενειακός — ή, ό (AM ἑρμογενειακός, ή, όν) [Ερμογένης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ερμογένη … Dictionary of Greek
ερμογενιασταί — ἑρμογενιασταί, oἱ (Μ) [Ερμογένης] οπαδοί τού αιρεσιάρχη Ερμογένη … Dictionary of Greek
εύοδος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς (1ος αι.). Προσηλυτίστηκε στον χριστιανισμό από τους Αποστόλους και μαρτύρησε με ξίφος μαζί με τα αδέλφια του, Ερμογένη και Καλλίστη. Η μνήμη του τιμάται την 1η Σεπτεμβρίου. 2. Ο απόστολος… … Dictionary of Greek
λευκόφρυς — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Αρχαία πόλη κοντά στον ποταμό Μαίανδρο της Μικράς Ασίας, με θερμή λίμνη, της οποίας το νερό ανανεωνόταν διαρκώς και ήταν πόσιμο. Στην περιοχή της υπήρχε ναός της Αρτέμιδος Λευκοφρύνης, έργο του αρχιτέκτονα Ερμογένη… … Dictionary of Greek
λεύκοφρυς — Τοπωνύμιο της αρχαιότητας. 1. Αρχαία πόλη κοντά στον ποταμό Μαίανδρο της Μικράς Ασίας, με θερμή λίμνη, της οποίας το νερό ανανεωνόταν διαρκώς και ήταν πόσιμο. Στην περιοχή της υπήρχε ναός της Αρτέμιδος Λευκοφρύνης, έργο του αρχιτέκτονα Ερμογένη… … Dictionary of Greek
τέως — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη και λιμάνι της Ιωνίας στη Λυδία, σύμμαχος των Αθηναίων τον 5o αι. Αποσχίστηκε από την αθηναϊκή συμμαχία εξαιτίας της Σικελικής Εκστρατείας. Είχε ναό του Διονύσου, ιωνικού ρυθμού, που χτίστηκε από τον Ερμογένη το… … Dictionary of Greek
Αθανάσιος ο Πάριος — (Πάρος 1725 – Χίος 1813). Λόγιος κληρικός, δάσκαλος και συγγραφέας πολλών θεολογικών έργων. Σπούδασε στη Σμύρνη και επί έξι χρόνια παρακολούθησε στο Άγιον Όρος τα μαθήματα της φιλολογίας και της φιλοσοφίας που δίδασκαν αντίστοιχα ο Νεόφυτος και ο … Dictionary of Greek
Δοξαπατρής — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών και λογίων του Βυζαντίου. 1. Βουτσαράς (12ος 13ος αι.). Ήρωας στα χρόνια της φραγκοκρατίας. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Δύσης (1204), και ενώ στην Πελοπόννησο είχε αρχίσει να… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Ερμογενειακός Κώδικας — (Hermogenianus Codex). Συλλογή που περιέχει διατάξεις των αυτοκρατόρων του ρωμαϊκού κράτους. Η συλλογή συντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος από τον νομικό Ερμογένη το 314 324 μ.Χ. και αποτελεί συμπλήρωμα μιας άλλης συλλογής του Γρηγοριανού… … Dictionary of Greek